λότα — (I) η ζωολ. γένος γαδόμορφων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας γαδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lota < νεολατ. lota < γαλλ. lotte]. (II) λότα, ἡ (Μ) θηλυκό γουρούνι, γουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. lutum «πηλός … Dictionary of Greek
ανάκανθα — (anacanthini).Τάξη ψαριών της συνομοταξίας των στοματοχορδωτών. Είναι ψάρια που ζουν συνήθως στον πυθμένα των θαλασσών, κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Τα ψάρια αυτά διακρίνονται για το αρκετά μεγάλο σώμα τους και την έλλειψη ακανθωτών ακτινών, απ’ … Dictionary of Greek
μπακαλιάρος — ο (λ. ιταλ.), το ψάρι βακαλάος, ο γάδος ο ονίσκος, γένος ψαριών της οικογένειας Γαδίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)